προσκαταχέω

προσκαταχέω
Α
καταχέω ή επιχέω επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + καταχέω «χύνω κάτι από πάνω, επιχέω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσκατάχει — προσκαταχέω pour out still more pres imperat act 2nd sg (attic epic) προσκαταχέω pour out still more imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταχεῖσθαι — προσκαταχέω pour out still more pres inf mp (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταχέεσθαι — προσκαταχέω pour out still more pres inf mp (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”